- εργαστήριο
- Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της επιστημονικής έρευνας και του τεχνικού ελέγχου. Περισσότερο και από τα ε. των αλχημιστών, η προέλευση του σύγχρονου ε. πρέπει να αναζητηθεί στα σπουδαστήρια, όπου μελετούσαν δείγματα ορυκτών, μετάλλων και άλλων βιομηχανικών προϊόντων και τα οποία εξαπλώθηκαν στα τέλη του Μεσαίωνα. Η σύγχρονη οργάνωση του ε. και η διάδοσή του συνδέονται στενά με τη μεγάλη εξάπλωση της πειραματικής μεθόδου.
Σε ορισμένες γνωστές περιπτώσεις, ε. είχαν οι πρώτες ακαδημίες και επιστημονικές εταιρείες και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τα περισσότερα ε. εξοπλίζονταν από τους επιστήμονες με δικά τους έξοδα. Στα ε. αυτά τελούνταν εργασίες έρευνας και συμπληρωνόταν η προπαρασκευή των σπουδαστών και η κατάρτιση των νεαρών επιστημόνων.
Χρειάστηκε να έλθει το δεύτερο μισό του 19ου αι. για να πολλαπλασιαστούν σιγά-σιγά τα ε. στα πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν με κρατικά κεφάλαια. Και αυτό έγινε με την ώθηση που έδωσαν η ανάπτυξη των επιστημών –και ιδιαίτερα της χημείας– και το συνεχώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον που αποκτούσε η επιστημονική έρευνα στο οικονομικό πεδίο, καθώς και η δραστηριότητα μερικών μεγάλων επιστημόνων (ας θυμηθούμε την ακάματη εργασία του Λίμπιχ). Μία από τις βασικές αιτίες που η Γερμανία διέπρεπε κατά τον 19ο αι. στη χημεία, ήταν η σύσταση καλά εξοπλισμένων κρατικών ε. και η δυνατότητα που προέκυπτε από το γεγονός αυτό για πλήρη πειραματική εκπαίδευση, γεγονός που έκανε διάσημη τη γερμανική χημική σχολή. Το γεγονός αυτό ώθησε και άλλα κράτη να δημιουργήσουν ε. κατάλληλα εξοπλισμένα για τις διάφορες επιστήμες. Η σημασία που απέκτησαν με τον καιρό οι επιστημονικές ανακαλύψεις για τη βιομηχανική πρόοδο παρακίνησε πολλές βιομηχανίες να εξοπλίσουν ε. αποκλειστικά για την έρευνα, παράλληλα με τα ε. συνήθους ελέγχου της παραγωγής. Αξίζει να αναφερθεί το ε. Κάβεντις του Κέιμπριτζ, το οποίο ίδρυσε στο δεύτερο μισό του 19ου αι. ένας απόγονος του μεγάλου επιστήμονα Χένρι Κάβεντις. Το ε. αυτό, το οποίο στα πρώτα χρόνια το διηύθυναν ο Μάξγουελ και ο λόρδος Ράιλι με τη διεύθυνση του Τόμσον και του Ράδερφορντ, αποτέλεσε για μερικές δεκαετίες το σπουδαιότερο παγκόσμιο κέντρο ατομικών ερευνών.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αι. τα ε. όχι μόνο πολλαπλασιάστηκαν με γρήγορο ρυθμό –αποκτώντας στο μεταξύ ολοένα και πιο σύνθετο εξοπλισμό– αλλά και εξειδικεύονταν όσο προχωρούσε η διαφοροποίηση των κλάδων της επιστήμης. Το απλό, μεμονωμένο ε. που συγκέντρωνε έναν περιορισμένο αριθμό συνεργατών γύρω από έναν επιστήμονα αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από πιο σύνθετες μονάδες: τα κέντρα έρευνας αποτελούνται τώρα από έναν μεγάλο αριθμό ε., το καθένα από τα οποία έχει σαφώς καθορισμένους σκοπούς στο πλαίσιο ενός προγράμματος ερευνών. Σήμερα, το ε. παραμένει η βασική μονάδα της επιστημονικής πειραματικής έρευνας, ακόμα και αν έχει χάσει την πλήρη αυτονομία που χαρακτήριζε την πλούσια σε επιτυχίες ζωή του πριν από μερικές δεκαετίες.
Για να αποφευχθεί ή και να μειωθεί η επαγγελματική παθολογία έχουν καθοριστεί και συνεχώς μελετώνται κανόνες και προφυλακτικά μέτρα στον χώρο εργασίας (φωτ. Enterprise Oil).
Μηχάνημα συσκευασίας φαρμάκων σε σύγχρονο εργαστήριο (φωτ. Lavipharm).
* * *το (ΑΜ ἐργαστήριον) [εργάζομαι]1. χώρος εργασίας τεχνιτών ή ομαδικής εργασίας («εργαστήρια λαϊκής τέχνης»)2. χώρος ή τόπος όπου γίνεται εντατική προετοιμασία για κάτι (α. «αυτό το σχολείο αποδείχθηκε εργαστήριο επιστημόνων» β. «τήν πόλιν εἶναι πολέμου ἐργαστήριον», Ξεν.γ. «ἐργαστήριον συκοφαντῶν», Δημοσθ.)νεοελλ.χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις και όργανα όπου γίνονται συστηματικές έρευνες ή εξασκούνται φοιτητές («εργαστήριο ανατομίας»)αρχ.-μσν.φρ. «τὸ τῆς φύσεως ἐργαστήριον» — η κοιλιάαρχ.1. μικρό κατάστημα2. πορνείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εργαστήρ «εργάτης» < εργάζομαι. Ο τ. εμφανίζει το αορ. θ. εργασ- + παραγωγ. κατάλ. -τήριο, που δηλώνει τόπο (πρβλ. σπουδασ-τήριο, φροντισ-τήριο)].
Dictionary of Greek. 2013.